τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τεκτονεύω — ΜΑ [τέκτων, ονος] 1. εργάζομαι ως τέκτων («δεῑ τοὺς τεκτονεύοντας μηκέτι φαίνεσθαι», Ήρων) 2. επεξεργάζομαι, κατασκευάζω κάτι («κυματουμένην τὴν γονὴν ἔνδον τεκτονεύει») … Dictionary of Greek
τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… … Dictionary of Greek
τεκτογενής — ές, Ν το ουδ. ως ουσ. το τεκτονενές γεωλ. μεγάλη προς τα κάτω κάμψη τού εξωτερικού τμήματος ενός γεωσυγκλίνου, το οποίο καταβυθίζεται βαθιά μέσα στον πυκνότερο γήινο μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectogene < τέκτων, ονος + γενής… … Dictionary of Greek
τεκτογλυφή — η, Ν γεωλ. τεκτονικό χαρακτηριστικό που απαντά σε ένα ρηξιγενές επίπεδο και μπορεί να δώσει πληροφορίες για τη σχετική κίνηση τών τμημάτων που βρίσκονται στις δύο πλευρές τού ρηξιγενούς επιπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectoglyphe… … Dictionary of Greek
τεκτονάρχης — ὁ, Μ (για τον Θεό) ο αρχιτέκτων, ο δημιουργός τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + άρχης*] … Dictionary of Greek
τεκτονία — η, ΝΑ [τέκτων, ονος] νεοελλ. βοτ. παλαιότερη ονομασία τού δένδρου τεκτόνα αρχ. η τέχνη τού ξυλουργού … Dictionary of Greek
τεκτονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) για πέτρωμα που έχει υποστεί παραμόρφωση λόγω τεκτονικών διεργασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectonite < τέκτων, ονος + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο … Dictionary of Greek
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
τεκτονισμένος — η, ο, Ν γεωλ. (για πέτρωμα, σχηματισμό ή γεωλογική ζώνη) αυτός που έχει υποστεί τεκτονικές διεργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectonise (< τέκτων, ονος), το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με τον τ. τεκτονισμένος, κατά τις μτχ. σε… … Dictionary of Greek