τέκτων,-ονος

τέκτων,-ονος
+ N 3 0-13-9-3-5=30 1 Sm 13,19; 2 Sm 5,11(bis); 1 Kgs 7,2 (14); 2 Kgs 12,12
carpenter 2 Kgs 22,6; craftsman, workman Is 44,12
τέκτων σιδήρου smith 1 Sm 13,19; τέκτων ξύλων carpenter 2 Sm 5,11; τέκτων λίθων stonemason 2 Sm 5,11; τέκτων χαλκοῦ worker in brass 1 Kgs 7,2
→NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονεύω — ΜΑ [τέκτων, ονος] 1. εργάζομαι ως τέκτων («δεῑ τοὺς τεκτονεύοντας μηκέτι φαίνεσθαι», Ήρων) 2. επεξεργάζομαι, κατασκευάζω κάτι («κυματουμένην τὴν γονὴν ἔνδον τεκτονεύει») …   Dictionary of Greek

  • τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… …   Dictionary of Greek

  • τεκτογενής — ές, Ν το ουδ. ως ουσ. το τεκτονενές γεωλ. μεγάλη προς τα κάτω κάμψη τού εξωτερικού τμήματος ενός γεωσυγκλίνου, το οποίο καταβυθίζεται βαθιά μέσα στον πυκνότερο γήινο μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectogene < τέκτων, ονος + γενής… …   Dictionary of Greek

  • τεκτογλυφή — η, Ν γεωλ. τεκτονικό χαρακτηριστικό που απαντά σε ένα ρηξιγενές επίπεδο και μπορεί να δώσει πληροφορίες για τη σχετική κίνηση τών τμημάτων που βρίσκονται στις δύο πλευρές τού ρηξιγενούς επιπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectoglyphe… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονάρχης — ὁ, Μ (για τον Θεό) ο αρχιτέκτων, ο δημιουργός τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονία — η, ΝΑ [τέκτων, ονος] νεοελλ. βοτ. παλαιότερη ονομασία τού δένδρου τεκτόνα αρχ. η τέχνη τού ξυλουργού …   Dictionary of Greek

  • τεκτονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) για πέτρωμα που έχει υποστεί παραμόρφωση λόγω τεκτονικών διεργασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectonite < τέκτων, ονος + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμένος — η, ο, Ν γεωλ. (για πέτρωμα, σχηματισμό ή γεωλογική ζώνη) αυτός που έχει υποστεί τεκτονικές διεργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectonise (< τέκτων, ονος), το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με τον τ. τεκτονισμένος, κατά τις μτχ. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”